συμφόρημα

συμφόρημα
συμφόρ-ημα, ατος, τό,
A that which is brought together, compound, Ph.1.184, Plu.2.955a;

τέφρας καὶ ὕδατος Ph.1.654

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμφόρημα — that which is brought together neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφόρημα — ήματος, τὸ, Α [συμφορῶ] 1. συγκέντρωση πολλών πραγμάτων στο ίδιο σημείο, σωρός 2. συγκέντρωση πολλών ανθρώπων, σύναξη, πλήθος 3. ανάμιξη, συμφυρμός («συμφόρημα τέφρας καὶ ὕδατος», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • συμφορήματος — συμφόρημα that which is brought together neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύμμιγμα — το, ΝΑ, και σύμμειγμα Ν το μίγμα («ἀνάπλεων σύμμιγμα καὶ συμφόρημα γεγενημένην», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. συμμιγ τού συμμιγνύω «αναμιγνύω, ανακατεύω» + κατάλ. μα] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”